- προσκαρτερῶν
- προσκαρτερέωpersist obstinately inpres part act masc nom sg (attic epic doric)προσκαρτερέωpersist obstinately inpres part act masc nom sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσκαρτερώ — προσκαρτερῶ, έω, ΝΜΑ [καρτερῶ] επιμένω με καρτερία, εξακολουθώ με πολλή επιμονή («προσεκαρτέρει τῇ πολιορκίᾳ τὸν χειμῶνα», Διόδ.) νεοελλ. δεν χάνω το θάρρος μου αρχ. 1. προσκολλώμαι σε έναν άνθρωπο και τού είμαι πολύ πιστός («προσκαρτερῶν τῷ… … Dictionary of Greek
ՍՊԱՍԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 2 0737 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 7c, 12c, 14c գ. διάκονος, ών minister ὐπηρέτης, ὐπουργός , λειτουργός, προσκαρτέρων minister, administer. Որ սպաս տանի կամ կայ ի սպասու. արբանեակ. ծառայ. եւ Գործակալ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)